- προσηγορικός
- -ή, -ό(γραμμ.), για ονόματα, τα συνηθισμένα, όχι τα κύρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… … Dictionary of Greek
προσηγορικά — προσηγορικός of neut nom/voc/acc pl προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc/acc dual προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικῶν — προσηγορικός of fem gen pl προσηγορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικόν — προσηγορικός of masc acc sg προσηγορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικαί — προσηγορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικοῖς — προσηγορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικοῦ — προσηγορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικωτέρῳ — προσηγορικός of masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορική — προσηγορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικήν — προσηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)